βαλανοφάγος

βαλανοφάγος
βᾰλᾰνο-φάγος [φᾰ],
A = βαλανηφάγος, EM790.36.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαλανοφάγος — ο αυτός που τρέφεται με βαλανίδια: Τα αγριογούρουνα είναι βαλανοφάγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”